- λιβάνισμα
- το [λιβανίζω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λιβανίζω, το θυμιάτισμα2. μτφ. ταπεινή κολακεία3. το να επαναλαμβάνει κάποιος συνεχώς και ενοχλητικά τις ίδιες λέξεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιβάνισμα — το, ατος 1. το θυμιάτισμα: Το λιβάνισμα την ώρα της λειτουργίας. 2. μτφ., ευτελής κολακεία: Εκνευρίστηκα από τα λιβανίσματά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμίαμα — και θυμίαμα, το (ΑΜ θυμίαμα, Α ιων. τ. θυμίημα, Μ και θυμίαμα) [θυμιώ] η ρητινώδης ύλη που καίεται κατά τις θρησκευτικές τελετές και αναδίδει ευώδεις αναθυμιάσεις, λιβάνι, λιβανωτό νεοελλ. 1. συνεκδ. θυμιάτισμα, λιβάνισμα, θυμίαση 2. μτφ. εγκώμιο … Dictionary of Greek
θυμίαση — η (Α θυμίασις) [θυμιώ] θυμιάτισμα, λιβάνισμα αρχ. αναθυμίαση, εξάτμιση («θυμιάσεων τῶν ἀπὸ τῆς γῆς», Πορφ.) … Dictionary of Greek
θυμίαμα — θυμίαμα, το και θυμιάμα, το, ατος 1. ειδικό ρετσίνι που όταν καίγεται βγάζει καπνούς με ευχάριστη μυρουδιά, λιβάνι: Καίω θυμίαμα. 2. θυμίαση, θυμιάτισμα, λιβάνισμα. 3. ευτελής κολακεία: Δεν του αρέσουν τα θυμιάματα των υφισταμένων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμίαση — η θυμιάτισμα, λιβάνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμίασμα — θυμίασμα, το και θύμιασμα, το, ατος 1. ειδικό ρετσίνι που όταν καίγεται βγάζει καπνούς με ευχάριστη μυρουδιά, λιβάνι: Καίω θυμίαμα. 2. θυμίαση, θυμιάτισμα, λιβάνισμα. 3. ευτελής κολακεία: Δεν του αρέσουν τα θυμιάματα των υφισταμένων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)